θεοδήλητος

θεοδήλητος
θεο-δήλητος, ον,
A by which the gods are injured, μιαιφονίη v.l. in AP9.157.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεοδήλητος — θεοδήλητος, ον (Α) αυτός που προέρχεται ως τιμωρία από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δήλητος (< δηλούμαι «καταστρέφω»), πρβλ. κεντρο δήλητος, ξιφο δήλητος] …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”